που δύναται να:
III. Σε ένα Δημοκρατικό, Ανεξάρτητο, Αυτόνομο, Πλουραλιστικό και Πολιτικοποιημένο Συνδικαλιστικό Κίνημα.
Για τη ΔΑΚΕ ΕΛΤΑ το μοναδικό πολιτικοοικονομικό υπόδειγμα που μπορεί να συνδυάσει την οικονομική μεγέθυνση με την κοινωνική συνοχή, την ανταγωνιστικότητα με την εργασιακή δικαιοσύνη, την προσέλκυση επενδύσεων με τη δημιουργία νέων αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, την παραγωγή πλούτου με την αναδιανομή ευκαιριών, την κοινή προκοπή και ευημερία, είναι το μοντέλο του ριζοσπαστικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού.
Στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, το κοινό συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών νομιμοποιεί τη δημοκρατική λειτουργία, διαμορφώνει συνθήκες ενίσχυσης του κοινωνικού ιστού και ενδυνάμωσης των συλλογικών αντανακλαστικών απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που δεν υποτάσσεται στη λογική του κέρδους και δεν διαλύεται στο όνομα των λίγων, μιας κοινωνίας που δίνει ελπίδα και διαχέει ευκαιρίες σε όλους, ασφάλεια σε όσους την έχουν ανάγκη, προοπτική σε κάθε δημιουργική προσπάθεια και ισχυροποίηση στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική δεν υποτάσσει την οικονομία αλλά και ούτε υποτάσσεται σε αυτήν με κοινό παρονομαστή την αρμονική συνύπαρξη της δημοκρατικής διαδικασίας με την ελεύθερη οικονομία. Η δημιουργική εξισορρόπηση και σύνθεση ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και την κοινωνική δικαιοσύνη προβάλλει ως το βασικό του διακύβευμα. Σε αυτή την κατεύθυνση στηρίζει και ενθαρρύνει κάθε θεμιτή προσπάθεια για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, την απελευθέρωση των δημιουργικών του δυνάμεων από κάθε είδους δεσμεύσεις και τη διαρκή διεύρυνση των δυνατοτήτων επιλογής του.
Η μεσαία τάξη είναι η βάση του κοινωνικά φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου και η παραγωγική της αφύπνιση κεντρικό του ζητούμενο, καθώς αυτή αποτελεί τον καταλύτη της αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης, τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας. Η ιδιωτική πρωτοβουλία, άλλωστε, δεν μπορεί να βρει τη δικαίωσή της χωρίς παράλληλη συμμετοχή των ευρύτερων λαϊκών τάξεων στην κατανομή του εθνικού προϊόντος.
Θεμελιώδης αρχή και «ζωτικός χώρος» του κοινωνικού φιλελευθερισμού είναι η κοινωνική οικονομία της αγοράς, ένας τρόπος λειτουργίας των δεσμών μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και κράτους που διακρίνεται σαφώς από τον άκρατο καπιταλισμό (νεοφιλελευθερισμό) και την απόλυτα ελεγχόμενη από το κράτος –πλήρως κρατικοποιημένη– οικονομία (σοσιαλισμός ή κομμουνισμός).
Η κοινωνική οικονομία της αγοράς είναι μια ελεύθερη και ανοικτή οικονομία που – μακριά από φαινόμενα μονοπωλιακής ή ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης και με κύριο μοχλό την ιδιωτική πρωτοβουλία– μπορεί να αξιοποιεί με το βέλτιστο δυνατό τρόπο τους διαθέσιμους παραγωγικούς συντελεστές επιτυγχάνοντας τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητάς τους και τη διαρκή αναβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης του κοινωνικού συνόλου.
Το κράτος έχει ρυθμιστικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας, θέτει τους κανόνες, ελέγχει την τήρησή τους και παρεμβαίνει αποκαθιστώντας τις ανισορροπίες που δημιουργεί η δυναμική της αγοράς προκειμένου να διασφαλίσει ένα υγιές πλαίσιο ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας με την αντιμετώπιση μονοπωλιακών καταστάσεων, την εξουδετέρωση στρεβλώσεων, δομικών προβλημάτων και του παρασιτισμού των μεσαζόντων, τη διαμόρφωση ενός ελκυστικού φορολογικού καθεστώτος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την εμπέδωση της εργασιακής ειρήνης και δικαιοσύνης, την αποτροπή πρακτικών νόθευσης του ανταγωνισμού, την απαλλαγή από το γραφειοκρατικό άχθος, καθώς και την απαλοιφή εμποδίων εισόδου για νέες επιχειρήσεις. Αυτός είναι ένας «παρεμβατισμός» απολύτως συμβατός με τις φιλελεύθερες αρχές που δεν διώκει τις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά τις εμποδίζει να δημιουργήσουν «κλοιούς ασφυξίας» σε βάρος της υπόλοιπης οικονομίας και των μικρότερων οικονομικών/παραγωγικών μονάδων.
Ο ρόλος του κράτους πρόνοιας στο πλαίσιο του κοινωνικά φιλελεύθερου μοντέλου είναι κομβικός, διευρυμένος και επεκτείνεται στη διευθέτηση κρίσιμων κοινωνικών ζητημάτων όπως η ανεργία, η μόρφωση, η υγειονομική περίθαλψη και κάλυψη, η αντιμετώπιση των ανισοτήτων και η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επίπεδου διαβίωσης. Οι πολίτες μέσα από το «κοινωνικό συμβόλαιο» το εξουσιοδοτούν να προωθήσει πολιτικές υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Το κράτος μετατρέπεται σε αρωγό του πολίτη παρέχοντας ασφάλεια, εμπιστοσύνη και λύσεις στα μικρά και μεγάλα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Οι δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις είναι αναντικατάστατες στην κατεύθυνση της αναδιανομής του πλούτου προς τους εισοδηματικά ασθενέστερους, τις ευπαθείς κοινωνικά ομάδες και την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Έτσι συνδυάζεται αρμονικά και ισόρροπα η δυναμική της ελεύθερης οικονομίας με το ισχυρό και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος.
Η αναδιανομή εισοδημάτων και ευκαιριών αποτελεί την κινητήριο δύναμη όλου του παραγωγικού μοντέλου και επιτυγχάνεται με άμεσα διορθωτικά μέτρα, μέσα από μια σημαντική και σταθερή ανάπτυξη, με όρους προόδου και κοινωνικής ευαισθησίας. Η κοινωνική αλληλεγγύη αναδεικνύεται σε κεντρική έννοια και πρώτη ύλη για την καταπολέμηση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Η ελευθερία του πολίτη, άλλωστε, κινδυνεύει μόνο από τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και τις πολιτικοοικονομικές εξαρτήσεις.
Τέλος, το κράτος διατηρεί τον παραγωγικό του ρόλο ή έλεγχο σε επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, κοινής ωφέλειας, βιομηχανίες εξοπλιστικού χαρακτήρα, φυσικά μονοπώλια και πλουτοπαραγωγικές πηγές με στόχο τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης πρόσβασης των πολιτών σε κοινωνικά αγαθά, την αμυντική του θωράκιση, τη δημιουργία πλούτου και την αναβάθμιση της θέσης των εν λόγω επιχειρήσεων στο διεθνή ανταγωνισμό.